- ἀνέστειλα
- ἀναστέλλωsend upaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναστέλλω — αναστέλλω, ανέστειλα βλ. πίν. 85 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αναστέλλω — ανάστειλα και ανέστειλα, στάλθηκα, σταλμένος 1. σταματώ, διακόπτω: Η επιχείρηση Α ανάστειλε όλες τις πληρωμές της. 2. ελαττώνω, περιορίζω: Το πλοίο άρχισε να αναστέλλει την ταχύτητά του. 3. εμποδίζω την εκτέλεση απόφασης: Αναστάλθηκε ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)